- σπιλάδα
- η / σπιλάς, -άδος, ΝΑ, και σπιλιάδα και σπηλάδα και σπηλιάδα και σβιλάδα Νισχυρή παροδική ριπή ανέμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. κατα-σπιλάζω* (< σπίλος [Ι] «κηλίδα»), το οποίο από σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε σημ. «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το μαύρισμα τού ουρανού κατά την ώρα τής θύελλας].
Dictionary of Greek. 2013.