σπιλάδα

σπιλάδα
η / σπιλάς, -άδος, ΝΑ, και σπιλιάδα και σπηλάδα και σπηλιάδα και σβιλάδα Ν
ισχυρή παροδική ριπή ανέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. κατα-σπιλάζω* (< σπίλος [Ι] «κηλίδα»), το οποίο από σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε σημ. «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το μαύρισμα τού ουρανού κατά την ώρα τής θύελλας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπιλάδα — σπιλάς rock over which the sea dashes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπηλάδα — η, Ν βλ. σπιλάδα …   Dictionary of Greek

  • σπηλιάδα — η, Ν βλ. σπιλάδα …   Dictionary of Greek

  • σπιλάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. παράκτιος ή παρόχθιος βράχος διαβρωμένος από το νερό (α. «ῥεῑθρον ἀπὸ σπιλάδων», Θεόκρ. β. «νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα», Ομ. Οδ.) 2. πέτρα, πλάκα («κατ ἄκρας σπιλάδος», Σοφ.) 3. κοίλος βράχος, σπήλαιο 4. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • σπιλιάδα — η, Ν βλ. σπιλάδα …   Dictionary of Greek

  • σπιλιάδα — σπιλιάδα, η και σπιλάδα, η ριπή ανέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”